Σήμα κατατεθέν της τοποθεσίας


Για να γνωρίσει κανείς το Όμοδος, πρέπει να περπατήσει στα γραφικά, λιθόστρωτα στενά και να καταλήξει στην καρδιά του χωριού, που απλώνεται ίσως η πιο μεγάλη πλατεία της Κύπρου. Με έκταση 3,000 τ.μ. και χρονολογία από το 1910, η πλατεία του χωριού φιλοξενεί καφετέριες, εστιατόρια και καταστήματα με παραδοσιακά προϊόντα. Όμως αυτό που τελειοποιεί τη γραφική εικόνα, είναι η μεγάλη Μονή του Τιμίου Σταυρού, σήμα κατατεθέν της τοποθεσίας και της ιστορίας του χωριού.

Κτισμένη στο τέρμα της πλατείας Ομόδους, η Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού ορθώνεται επιβλητική και μεγαλοπρεπής. Σήμερα αποτελεί το σήμα κατατεθέν του χωριού της επαρχίας Λεμεσού, ένα σεβαστό σημείο προσκυνήματος για τους απανταχού Ορθόδοξους Χριστιανούς, μα και το πραγματικό στολίδι της περιοχής, επίκεντρο και σημείο αναφοράς του Ομόδους.

Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο και Έφορο Αρχαιοτήτων, Δρ Γιώργο Φιλοθέου, ο οποίος πήρε μέρος στην αναστήλωση της Μονής, δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για το πότε ακριβώς ιδρύθηκε. Η Μονή του Τιμίου Σταυρού κτίστηκε στα θεμέλια μίας παλαιότερης παλαιοχριστιανικής εκκλησίας, η οποία πιθανώς να ιδρύθηκε το 210 μ.Χ. Ωστόσο, η έλλειψη γραπτών μαρτυριών και αρχαιολογικών καταλοίπων παρεμποδίζει την ακριβής χρονολόγηση ίδρυσής της, η οποία στηρίζεται μόνο στην ισχυρή παράδοση πως τη Μονή ίδρυσε η Αγία Ελένη.

Σύμφωνα με την παράδοση, λίγο μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, γύρω στο 327 μ.Χ., η Φλάβια Ιουλία Ελένη, γνωστή ως Αγία Ελένη, μητέρα του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μέγα, πραγματοποίησε ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους. Κύριο κίνητρό της ήταν να φέρει στο φως ιστορίες και γεγονότα από τις περιοχές στις οποίες έζησε ο Ιησούς Χριστός.

Επιβλητική και μεγαλοπρεπής


Μετά από τις ανασκαφές που πραγματοποίησε σε Βηθλεέμ και Γολγοθά, ανακάλυψε τους τόπους της Γέννησης, της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού. Όμως ταυτόχρονα ίδρυε μονές και ανήγειρε ιδρύματα κοινής ωφελείας, συντηρούσε ολόκληρες κοινότητες και βοηθούσε με κάθε δυνατό τρόπο τους κατοίκους των περιοχών.

Σύμφωνα με την Εκκλησία, η Αγία Ελένη, στο ταξίδι αυτό, ανακάλυψε τον Τίμιο Σταυρό στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός. Αν και οι ιστορικοί διατηρούν επιφυλάξεις σχετικά με το γεγονός, η Ορθόδοξη και Καθολική Εκκλησία διατηρούν τη σχετική παράδοση. Η ισχυρή αυτή προφορική παράδοση σημειώνει ότι στο ταξίδι της επιστροφής της μία άγρια θαλασσοταραχή την υποχρέωσε να κάνει στάση στην Κύπρο. Περιφερόμενη σε διάφορα χωριά του νησιού ίδρυσε εκκλησίες και μονές, μεταξύ των οποίων η Μονή στο Σταυροβουνίου και η εκκλησία στην Τόχνη.

Ακολούθως, η Αγία Ελένη κατευθύνθηκε προς το Όμοδος, όπου ήδη προϋπήρχε εκκλησάκι αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό. Στο εκκλησάκι λέγεται πως χάρισε τμήμα από το σχοινί με το οποίο οι Ρωμαίοι κρέμασαν τον Χριστό και κομμάτι ξύλου από τον Τίμιο Σταυρό. Ακολούθως παρέμεινε τρεις ημέρες στην αντρική μονή, σε ένα κελί δίπλα από την είσοδό της.

Αυτό το οποίο, ωστόσο, εντοπίζεται, σχετικά με την ύπαρξη της Μονής είναι διάφορες ιστορικές αναφορές από μοναχούς ή ταξιδιώτες, όπως για παράδειγμα η αναφορά του Νεόφυτου Ροδινού, το 1659, λόγιου κληρικού από το γειτονικό προς το Όμοδος χωριό Ποταμιού, ο οποίος έγραφε ότι «εις το Όμοδος είναι άλλος ναός περίφημος αφιερωμένος κι αυτός εις το όνομα του Τιμίου Σταυρού, εις τον οποίον ευρίσκεται μέρος του Σταυρικού Ξύλου και μέρος μάλιστα του Αγίου Καννάβου». Παρόμοια μαρτυρία κατέθετε και ο μοναχός και περιηγητής Βασίλειο Μπάρσκυ, ο οποίος επεσκέφθη το Όμοδος το 1735, βεβαιώνοντας στα γραπτά του ότι ο ναός του Τιμίου Σταυρού «κατέχει μέρος του σχοινίου δια του οποίου εδέθη ο Χριστός κατά τα πάθη του», το οποίο μάλιστα «εκηλιδώθη δια του αίματος του Χριστού».

Η προσφορά της Μονής στο χωριό υπήρξε πολυποίκιλη, καθώς πέρα από χώρος θρησκείας και πνευματικότητας υπήρξε και χώρος εκπαίδευσης. Το 1796 ο Κλήμης Ασημίδης, ανέλαβε την πρωτοβουλία της ίδρυσης του πρώτου εκπαιδευτηρίου στο Όμοδος. Η φιλομάθεια των κατοίκων της περιοχής ευεργετήθηκε από τη Μονή Τιμίου Σταυρού, στην οποία όχι μόνο στεγάστηκαν οι αίθουσες της Σχολής, αλλά και το διδασκαλικό προσωπικό, αφού οι μοναχοί της ήταν αυτοί που μετέδιδαν τη γνώση στους μαθητές. Στη Σχολή φοιτούσαν τόσο κάτοικοι των γύρω περιοχών, όσο και νέοι από όλη την Κύπρο, καθώς η φήμη της είχε ταξιδέψει εκτός των στενών ορίων της ομοδίτικης υπαίθρου. Το Όμοδος, μέσω της Μονής του Τιμίου Σταυρού, υπήρξε κέντρο γραμμάτων έως και το 1917, όταν η Σχολή έκλεισε λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι για τη διατήρησή της.

Στο μοναστήρι μπορεί κανείς να βρει μερικά από τα πιο αξιόλογα ξυλόγλυπτα αντικείμενα, εκ των οποίων ξεχωρίζει το επιχρυσωμένο εικονοστάσι και τα σκαλισμένα κιγκλιδώματα δίπλα από τα κελιά των μοναχών. Στο εσωτερικό της εκκλησίας υπάρχουν δύο πολύτιμοι ασημένιοι σταυροί. Ο πρώτος ενσωματώνει τμήμα από το σχοινί με το οποίο οι Ρωμαίοι κρέμασαν τον Χριστό και ο δεύτερος εμπερικλείει κομμάτι ξύλου από τον Τίμιο Σταυρό. Μεταξύ των άλλων αντικειμένων αξίας του μοναστηριού θα πρέπει να αναφερθεί και το κρανίο του Αγίου Φιλίππου, το οποίο μεταφέρθηκε στο μοναστήρι από το Άρσος.

Αρχιτεκτονικά η Μονή αποτελεί ένα μεγάλο διώροφο κτηριακό συγκρότημα σε σχήμα Π, με ψηλά κελιά και θολωτές καμάρες. Η εκκλησία πλαισιώνεται από βορρά, δύση και νότο, με μία μόνο είσοδο στα ανατολικά, ενισχύοντας, έτσι, την άποψη πως η Μονή προϋπήρχε του οικισμού του Ομόδους, ο οποίος ιδρύθηκε αργότερα και γύρω από τη Μονή. Ο ναός του Μοναστηριού, ο οποίος κτίστηκε το 1858, είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα τρίκλιτης βασιλικής, ενώ η σημερινή μορφή της Μονής είναι αποτέλεσμα μιας σειράς αποκαταστάσεων και προσθηκών στο κεντρικό κτήριο.

Στα μέσα του 20ου αιώνα, γύρω στο 1946, το Τμήμα Αρχαιοτήτων ανέλαβε την αναστήλωση της Μονής, έργο το οποίο αποπερατώθηκε το 2003. Πέρα από την αποκατάσταση της Μονής εκ μέρους του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου, μεγάλο ενδιαφέρον επιδεικνύει και η τοπική κοινότητα, καθώς οι ίδιοι οι κάτοικοι τιμούν και διατηρούν τη Μονή αναδεικνύοντάς την. Μάλιστα, οι ίδιοι έχουν αναπαλαιώσει τα κελιά της Μονής, μετατρέποντάς τα σε ιστορικά και πολιτιστικά μουσεία. Σήμερα, στη Μονή λειτουργούν εφτά μουσεία τα οποία παρουσιάζουν τη μακρά ιστορία και παράδοση του χωριού και της Κύπρου γενικότερα: το Μουσείο Κυπριακού Αγώνα 1955-1959, το Μουσείο Βυζαντινών Εικόνων, το εικονοσκευοφυλάκιο της Ιεράς Μονής Κύκκου, το Λαογραφικό Μουσείο, η Φωτογραφική Έκθεση και το Κέντρο Διάσωσης Δαντέλας. Επιπλέον, η τοπική κοινότητα πραγματοποιεί δραστηριότητες και εκδηλώσεις προς τιμήν του Οικονόμου Δοσίθεου, οικονόμου της Μονής και ενός από τους Μητροπολίτες που καρατομήθηκαν στις σφαγές της 9ης Ιουλίου 1821, ενώ στον χώρο της Μονής φιλοξενούνται διάφορες εκθέσεις σχετικές με την ιστορία και την παράδοση του χωριού.