Το κρασί της Κύπρου είναι τόσο γλυκό, όπως η λύρα των Μουσών...


Από τον Ησίοδο ως τον Όμηρο και από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο ως τον Σαίξπηρ, οι αναφορές στο «κυπριακό νάμα» ποικίλλουν και μαρτυρούν πως η Κύπρος υπήρξε «εύοινος» από την αρχαιότητα. Τα μικρά φλασκιά που ανακάλυψε ο αρχαιολόγος Πορφύριος Δίκαιος στην Ερήμη, τα περίτεχνα ψηφιδωτά στην οικία του Διονύσου στην Πάφο, οι δεκάδες μεσαιωνικοί ληνοί στα χωριά της Κύπρου και το αρχαιότερο προστατευόμενο κρασί του κόσμου, η Κουμανταρία, μαρτυρούν αυτή τη μακραίωνη οινική παράδοση.

Αμπέλια καλλιεργούνται σε ολόκληρη την Κύπρο και σε πολλές περιοχές παράγονται κρασιά αξιόλογα, αλλά το όνομα και τη χάρη την έχουν τα Κρασοχώρια, ένα σύνολο 20 ευάμπελων χωριών, στις νότιες πλαγιές της οροσειράς του Τροόδους.

Η γεωλογική ιδιομορφία της οροσειράς του Τροόδους σε συνδυασμό με το ήπιο, μεσογειακό κλίμα, δίνουν κρασιά μοναδικών γεύσεων και αρωμάτων, φτιαγμένα από γηγενείς ποικιλίες που φυτρώνουν στο νησί για χιλιάδες χρόνια. Ξυνιστέρι, Μαύρο, Μαραθεύτικο, Γιαννούδι, Λευκάδα, είναι μόνο μερικές από τις ποικιλίες του τόπου, που δίνουν κρασιά με Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη, σύμφωνα με τις προδιαγραφές των ευρωπαϊκών συστημάτων ποιότητας.


Τη σχέση όμως του κρασιού με την Κύπρο μαρτυρούν και τα περίτεχνα, εντυπωσιακά ψηφιδωτά που κοσμούν τις πολυτελείς οικίες των Ρωμαίων στην Πάφο. Τα πιο γνωστά για τον οινολογικό τους χαρακτήρα είναι αυτά που βρέθηκαν στην οικία του Διονύσου, η οποία πήρε το όνομά της από τα ίδια τα ψηφιδωτά. Ίσως η οικία να ανήκε σε κάποιον Ρωμαίο αξιωματούχο ή κάποιο επιφανής μέλος της κοινότητας. Ανάμεσα στα διάφορα θέματα που κοσμούν τα ψηφιδωτά πατώματα, συναντά κανείς σκηνές τρύγου και αμπελιών, καθώς και μυθολογικές εικόνες, όπως τον θρίαμβο του Διονύσου και τον Ικάριο.

Η περίοδος ωστόσο, κατά την οποία η οινοπαραγωγική διαδικασία άνθισε, ήταν η Φραγκοκρατία. Όταν το νησί κατέλαβαν οι Ναΐτες Ιππότες, στην περιοχή της Λεμεσού η στρατιωτική διοίκηση του νησιού la Commanderie, έδωσε το όνομά της στο χωριό που παρήγαγε το γλυκό νέκταρ, την Κουμανταρία. Από τότε ξεκίνησαν εξαγωγές στην Ευρώπη, μετατρέποντας την κυπριακή κουμανταρία σε ένα διεθνούς φήμης κρασί που δόξαζαν μέχρι και Γάλλοι ευγενείς και βασιλείς.

Το γλυκόπιοτο κρασί προτιμήθηκε και υμνήθηκε από πολλούς ξένους περιηγητές και βασιλιάδες που έφτασαν στο νησί, ονομάζοντάς το «θησαυρό» και «γλυκό σαν Μούσα». Μεταξύ των πολλών αναφορών από ποιήματα η Elizabeth Browning γράφει «Το κρασί της Κύπρου είναι τόσο γλυκό, όπως η λύρα των Μουσών. Έχει το χρώμα ενός λιονταριού ή της Ρέας και λάμπει πολύ καλύτερα από ό,τι ποτέ τα μάτια της Παφίτισσας θεάς. Είναι ελαφρύ σαν το βήμα της, και το μέλι που παράγεται από τις μελαψές μέλισσες του Υμηττού δεν μπορεί να ξεπεράσει τη γλυκύτητα των κρασιών της Κύπρου».

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, η παραγωγή κρασιού έφθινε καθώς οι οθωμανικές αρχές επέβαλαν δυσβάστακτους φόρους, στους οποίους οι κάτοικοι αδυνατούσαν να ανταποκριθούν. Σύντομα, οι δρόμοι της Κύπρου γέμισαν με κρασί, αφού συνέφερε να το χύσουν παρά να το πουλήσουν. Ωστόσο, ζωντάνεψε ξανά κατά την περίοδο της αγγλικής αποικιοκρατίας. Έως και το 1980 τέσσερα οινοποιεία κατείχαν όλη την παραγωγή. Από τη δεκαετία του ’90 και εξής, η οινοποιητική παραγωγή αυξήθηκε τόσο που σήμερα η Κύπρος θεωρείται ως μία από τις πιο ταχύτατα ανεπτυγμένες περιοχές αμπελοκαλλιέργειας και παραγωγής κρασιού.

Σήμερα τα κυπριακά κρασιά μπορούν να σταθούν αντάξια δίπλα σε ευρωπαϊκά και διεθνή κρασιά. Πλέον οι οινοπαραγωγοί του τόπου έχουν επικεντρωθεί στις κυπριακές γηγενείς ποικιλίες, ενώ οι ετήσιοι διαγωνισμοί και οι διεθνείς διακρίσεις επιβεβαιώνουν την ποιότητά τους. Περήφανη πλέον η κυπριακή οινοβιομηχανία τιμά τη μακρά αμπελουργική της παράδοση, που χάνεται στα βάθη των αιώνων.