
«Σαν να βρίσκεται μέσα στη χούφτα του Θεού», όπως είπε ο μοναχός Μπάρσκυ μόλις επισκέφθηκε το Όμοδος, το κρασοχώρι της Λεμεσού είναι χωμένο στην πεδιάδα ανάμεσα στους λόφους του Αφάμη, της Λαόνας και της Μούττης του Προφήτη Ηλία, μόλις 42 χιλιόμετρα από την πόλη της Λεμεσού.
Πλαισιωμένο από τις ψηλές βουνοκορφές του Τροόδους και με σκηνικό την κορφή του Ολύμπου, το Όμοδος δεσπόζει περήφανο, χωμένο στους καταπράσινους αμπελώνες του. Γραφικό και φιλόξενο, αποτελεί έναν από τους κυριότερους προορισμούς της κυπριακής υπαίθρου. Η ανοιχτή καρδιά των κατοίκων του και η μοναδικά αρχαιοπρεπής, ελληνική φιλοξενία τους, ανταμείβει τους επισκέπτες του. Περπατώντας στα στενά, λιθόστρωτα σοκάκια οι αισθήσεις πλαταίνουν. Η ιστορία εμφανίζεται ολόρθη, από το μεγαλοπρεπές μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού, στον μεσαιωνικό ληνό, στα κομψά οικοδομήματα, στα λαογραφικά και ιστορικά του μουσεία.

Τη γοητευτική εικόνα συμπληρώνουν οι κρεμαστές κεντητές δαντέλες, γνωστές ως «πιπίλες», μοναδικές στο είδος και στην τέχνη τους, ενώ οι σπιτικές μυρωδιές από τα παραδοσιακά προϊόντα, όπως τα αρκατένα κουλούρια, κινητοποιούν ευχάριστα τις μνημονικές αισθήσεις.
Μα αυτό για το οποίο φημίζεται κατεξοχήν είναι το κρασί του. Κρασί το οποίο εμφιάλωσε τη μνήμη μιας μακραίωνης ιστορίας και παράδοσης και άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του στην ελλ-οινική παράδοση του τόπου. Η ανόθευτη παραδοσιακή του ομορφιά και η αφθονία των υλικών που απλόχερα προσφέρει η εύφορη βουνίσια γη, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες του γνήσιου κυπριακού του χαρακτήρα.
Η ονομασία του χωριού
Το Όμοδος έχει μακρά ιστορία. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ευρήματα που μαρτυρούν την παρουσία οικισμών στην περιοχή ήδη από την προϊστορική και τη ρωμαϊκή περίοδο. Περισσότερα όμως στοιχεία εμφανίζονται στα τέλη της Βυζαντινής περιόδου ή στις αρχές της Φραγκοκρατίας, όπου διάφορες αναφορές στο Homodos σε χάρτες ή έγγραφα φέρνουν στο φως περισσότερες λεπτομέρειες για την ιστορία του.
Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι προφορικές παραδόσεις, που γυροφέρνουν το γοητευτικό κρασοχώρι. Το Όμοδος, λένε, δημιουργήθηκε από τα κουτσομπολιά μιας γριάς ζητιάνας. Σύμφωνα με την παράδοση, αυτή πηγαινοερχόταν από τα Πάνω στα Κάτω Κούπετρα (χωριό το οποίο βρισκόταν απέναντι από το Όμοδος και πλέον δεν υπάρχει), χτυπούσε τις πόρτες και ζήταγε ελεημοσύνη. Μαζί όμως με την ελεημοσύνη που ζητούσε μετέφερε και πολλά κουτσομπολιά, τα οποία σιγά σιγά αναστάτωσαν τους κατοίκους δημιουργώντας μεγάλο μίσος και έχθρα με αποτέλεσμα οι δύο περιοχές να συγκρουστούν μεταξύ τους. Ο τότε διοικητής προσπάθησε να τους συμφιλιώσει αλλά το κακό είχε ήδη γίνει. Η έχθρα που είχε δημιουργηθεί ήταν τόσο μεγάλη που οδήγησε στη διάλυση του χωριού, δίνοντας τη θέση του στο Όμοδος.

Μια άλλη παράδοση, αναφέρει πως οι κάτοικοι των Κουπέτρων δημιούργησαν το Όμοδος, όταν κάθε βράδυ έβλεπαν από το χωριό τους φως στον απέναντι λόφο. Όταν αποφάσισαν να βαδίσουν προς τα εκεί, για να δουν τι φέγγει, είδαν μια «βαθκιάν» (μια μεγάλη βάτο) μέσα στην οποία έφεγγε ένα καντήλι. Ξεκίνησαν τότε να σκάβουν γύρω από αυτήν, λέγοντας ο ένας στον άλλο «με τον μόδο σου», που σημαίνει «με την ησυχία σου, προσεκτικά». Στο σημείο εκείνο αποφάσισαν να κτίσουν το νέο χωριό, που ονόμασαν Όμοδος.
Οι ερμηνείες δεν σταματάνε εκεί, όμως, αφού μια άλλη εκδοχή ετυμολογεί την ονομασία από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ομού και οδός, καθώς από το σημείο εκείνο περνούσαν οι δρόμοι που οδηγούσαν στα γύρω χωριά. Παρ’ όλα αυτά, η επικρατέστερη άποψη θέλει το χωριό να πήρε την ονομασία του από τον φεουδάρχη Homodeus στον οποίο ανήκε.
