Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε, πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί, τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι ιδέες ανηφορίζουν στην κεφαλή μας
Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική
Χωρίς αμπελουργία δεν υπάρχει οινοποιεία και χωρίς τρύγο δεν υπάρχει σοδειά. Μια πλούσια τρυγητική σοδειά έρχεται ως ανταμοιβή μιας σκληρής δουλειάς που έχει προηγηθεί. Η συνεχής φροντίδα των αμπελιών της κυπριακής γης εμπερικλείει ατέλειωτες ώρες μόχθου αλλά και χαράς, με την εορταστική φύση του τρύγου, το γλέντι των πανηγυριών, την κατανάλωση κρασιού και ζιβανίας. Η ενασχόληση με την παραγωγή κρασιού απαιτούσε «άνθρωπο καμπούρη» κατά την κυπριακή έκφραση, αφού η αμπελοκαλλιέργεια ήταν διαδικασία επίπονη.
Ο τρύγος κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγροτική οικονομία του τόπου μας, και πόσο μάλλον στην περίπτωση των Κρασοχωριών. Εκεί, η παραδοσιακή ζωή συμβάδιζε με τον κύκλο ωρίμανσης του αμπελιού: οι αμπελουργοί ανέμεναν καρτερικά τους γυμνούς κορμούς των κλημάτων τους να αποδώσουν τα τρυφερά τους βλαστάρια που ωρίμαζαν κάτω απ’ τον πυρακτωμένο αυγουστιάτικο ήλιο, μέχρι αυτά να γεμίσουν με βαριά, ώριμα τσαμπιά.
Ο Ομοδίτικος τρύγος
Για χωριά όπως το Όμοδος, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι βιοπορίζονταν αποκλειστικά από την αμπελουργία, μια καλή σοδειά εξασφάλιζε το ετήσιο εισόδημα της οικογένειας, πάντρευε παιδιά, έκτιζε σπίτια και αύξανε τη γη των αμπελουργών. Έτσι ο τρύγος σήμαινε γενική επιστράτευση όλης της οικογένειας, ακόμη και των μικρών παιδιών. Εξού και η φράση «θέρος, τρύγος, πόλεμος» η οποία υποδηλώνει την πολυτιμότητα του κάθε μέλους μιας κοινότητας για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις, που και οι τρεις αυτές καταστάσεις εμπεριέχουν.
Οι έμπειροι αμπελουργοί παρατηρούσαν και δοκίμαζαν καρτερικά την ωρίμανση του σταφυλιού – το τσαμπί που συγκρατείται από τον βλαστό, το κοτσάνι, τις ρώγες που κυοφορούν στον διάφανο φλοιό τους, τη σάρκα και τα κουκούτσια, τα οξέα, τις τανίνες, τα αρώματα, τα έλαια. Η μακρά τους εντριβή με την αμπελουργία, τους δίδαξε να ξεχωρίζουν εύκολα την πιο κατάλληλη στιγμή για να τρυγήσουν τα σταφύλια τους.
Προς το τέλος του Αυγούστου οι συνετοί Ομοδίτες αμπελουργοί ακόνιζαν τα κλαδευτήρια τους, έφτιαχναν τα κοφίνια και καθάριζαν τους ληνούς. Το μάζεμα ξεκινούσε τον Σεπτέμβριο, τον μήνα του ξακουστού ομοδίτικου πανηγυριού του χωριού που γινόταν ανέκαθεν στις 14 Σεπτεμβρίου, μέρα της γιορτής της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στον οποίο είναι αφιερωμένο το μοναστήρι του Ομόδους. Ο παραδοσιακός τρύγος ήταν εργασία με εορταστικό χαρακτήρα συνοδευόμενη από τα εποχιακά έθιμα.
Τον Σεπτέμβριο, οι Ομοδίτικοι λόφοι γέμιζαν με τρυγητές που δούλευαν με μεράκι «ήλιο με ήλιο», από την ανατολή ως και τη δύση, «μεθυσμένοι από το μελλούμενο κρασί» (Καζαντζάκης-Ασκητική). Το μεσημέρι η κοπιαστική εργασία σταματούσε για μια μπουκιά ψωμί και λίγο κρασί, κάτω από τον ίσκιο κάποιου δέντρου. Ο τρύγος, παρά τον απαιτητικό και κοπιαστικό του χαρακτήρα, ήταν γιορτή γεμάτη χαρά για τους κατοίκους του χωριού, αναβίωση των βακχικών πανηγυριών. Την ώρα της ανάπαυσης οι άνθρωποι συνεννοούνταν ποιος θα πρωτοβοηθήσει τον άλλο, ενώ τα πειράγματα και τα τραγούδια δεν έλειπαν.
Μια εικόνα δημιουργική, γεμάτη μόχθο αλλά και ευχαρίστηση. Τα γεμάτα καλάθια, το κοφτερό κλαδευτήρι στα χέρια ηλικιωμένων, μεσηλίκων και νεαρών, τα φορτωμένα γαϊδούρια και ο ιδρώτας στο μέτωπο του αμπελουργού, αποτελούσαν εικόνες χαράς και ζωής. Ο ζείδωρος οίνος έκανε πάλι το θαύμα του.
Ο Ληνός [1]
Μετά τον τρύγο τα σταφύλια μεταφέρονταν στους ληνούς που βρίσκονταν στον οικιστικό πυρήνα του χωριού. Τα στενά λιθόστρωτα δρομάκια του Ομόδους γέμιζαν με φορτωμένα με κοφίνια γαϊδούρια τα οποία μετέφεραν τους καρπούς του τρύγου είτε στα σπίτια, είτε σε κάποιον από τους δέκα ληνούς που υπήρχαν στο χωριό. Σήμερα επιβιώνουν δύο ληνοί στο χωρίο, ο ένας δίπλα στον άλλο και ο δρόμος τους οδηγεί κατευθείαν στη Μονή. Θεωρούνται σπάνια δείγματα προβιομηχανικής τεχνολογίας, τα οποία το Τμήμα Αρχαιοτήτων κήρυξε ως μνημεία άξια διατήρησης και αποκατάστασης.
Πριν το πάτημα τους, τα σταφύλια απλώνονταν για πολλές μέρες πάνω στην επίπεδη στέγη του ληνού για να λιαστούν κάτω από τον μεσογειακό ήλιο του Τρυγητή Σεπτέμβρη. Μετά την ωρίμανσή τους χύνονταν μέσα στον υπερυψωμένο χώρο του ληνού, το τζυάθιν [2], όπου ακολουθούσε η διαδικασία της σύνθλιψής τους.
«Καλά κρασιά»
Η οινική χρονιά δύει και η σοδειά του αμπελιού παίρνει τη θέση της στα βαρέλια. Το μεγάλο πανηγύρι της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στο Ομόδος στα μέσα Σεπτεμβρίου προσέλκυε πλήθος πιστών – κάτι που συμβαίνει έως σήμερα. Το πανηγύρι, άκρως συνδεδεμένο με το αμπέλι και τα παράγωγά του, υπήρξε παραδοσιακά το αποκορύφωμα της εορταστικής ατμόσφαιρας του τρύγου. Η περίσταση ήταν τόσο σημαντική και ιδιαίτερη που σύσσωμο το χωριό μαζευόταν στη λιθόστρωτη πλατεία και γιόρταζε μ’ ένα ποτήρι κρασί ή ζιβανία που απλόχερα η Ομοδίτικη γη χάριζε. Κατ’ εξαίρεση αυτή τη μέρα οι γυναίκες επιτρεπόταν να κάθονται στα καφενεία πλάι στους άντρες τους.
Ήταν η εποχή που οι αμπελουργοί απολάμβαναν τους καρπούς των κόπων τους, ενώ οι νοικοκυρές επιδίδονταν στην παρασκευή παραδοσιακών εδεσμάτων από τα παράγωγα του αμπελιού, όπως το έψημα (πετιμέζι), ο ππαλουζές (μουσταλευριά), ο σουτζιούκκος, τα κκιοφτέρκα (κομμάτια αποξηραμένης μουσταλευριάς), αλλά και διάφορα κρασάτα αλλαντικά όπως η λούντζα και τα λουκάνικα, τα οποία πωλούνταν στο πανηγύρι. Φυσικά η πώληση κρασιού και ζιβανίας δεν έλειπε.
Το πανηγύρι ήταν – και εξακολουθεί να είναι – γιορτή, ένα συναπάντημα ιερό, όπου οι άνθρωποι χαίρονταν και ευγνωμονούσαν τον Θεό για το ευλογημένο αμπέλι που τους χάρισε. Κι όσο υπάρχει ο ευλογημένος οίνος στα τραπέζια των σπιτιών, της ταβέρνας, του καφενείου, η ζωή γλυκαίνει, μεθάει και ανακουφίζεται. Και η ζωή του χωριού συνεχίζεται τσουγκρίζοντας τα ποτήρια, ευχόμενοι «και του χρόνου!».
[1] Λέξη που προέρχεται από τα Λήναια, την αρχαία Ελληνική εορτή προς τιμήν του θεού Διόνυσου
[2] Λέξη που παραπέμπει στην αρχαία ελληνική λέξη κυάθιον, δηλαδή θήκη