Από τον Ησίοδο ως τον Όμηρο και από τον Σαίξπηρ ως τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, οι αναφορές στο «κυπριακό νάμα» ποικίλουν και μαρτυρούν πως η Κύπρος υπήρξε «εύοινος», όπως την αποκαλεί ο Όμηρος, από την αρχαιότητα.
Σύμφωνα με την ιστορία, η οινοπαραγωγική διαδικασία φέρεται να ήρθε στον ελληνικό χώρο από την Ασία. Ωστόσο, η αρχαιολογική σκαπάνη του Προφύριου Δίκαιου, το 1932, έφερε στο φως ευρήματα από φλάσκες* στην Ερήμη που ανέτρεψαν τα χρονολογικά δεδομένα σχετικά με το κυπριακό κρασί.
Παρόλα αυτά, λόγω της έλλειψης εργαστηρίων καθώς και του βασικού εξοπλισμού ανασκαφών, ο αρχαιολόγος δεν μπορούσε να απαντήσει στα βασικά ερωτήματα σχετικά με τη χρήση, τη χρονολογία και το περιεχόμενο των φλασκιών. Γι’ αυτό αποφάσισε να τα τοποθετήσει στις αποθήκες του υπογείου του Περιφερειακού Αρχαιολογικού Μουσείου, ελπίζοντας ότι η τεχνολογία θα μπορούσε στο μέλλον να δώσει τις κατάλληλες απαντήσεις.
Κυπριακό κρασί ετών 5,500
Πράγματι, το 2005 η ομάδα της αρχαιολόγου Δρ. Μαρία Ροζάρια Μπελτζιόρνο και του Παλαιοντολόγου Δρ. Αλεσάντρο Λεντίνι από το ITABC-CNR της Ρώμης, με τη βοήθεια του Δρ. Παύλου Φλουρέντζου, ανέλυσαν τα ευρήματα και κατέληξαν σε βασικά συμπεράσματα. Η χρονολόγηση των φλασκιών αναγόταν γύρω στο 3,500 π.Χ., ενώ το οξύ που βρέθηκε σε αυτά οδηγούσε κατευθείαν στο συμπέρασμα πως μέσα σ’ αυτά φυλαγόταν κρασί. Ήταν η απόδειξη πως η Κύπρος αποτελούσε την κοιτίδα του ευρωπαϊκού κρασιού.
Τη σχέση, όμως, του κρασιού με την Κύπρο μαρτυρούν και τα περίτεχνα, εντυπωσιακά ψηφιδωτά που κοσμούν τις πολυτελείς οικίες των Ρωμαίων στην Πάφο. Τα πιο γνωστά για τον οινολογικό τους χαρακτήρα είναι αυτά που βρέθηκαν στην οικία του Διονύσου, η οποία πήρε το όνομά της από τα ίδια τα ψηφιδωτά. Ίσως η οικία να ανήκε σε κάποιον Ρωμαίο αξιωματούχο ή κάποιο επιφανές μέλος της κοινότητας. Ανάμεσα στα διάφορα θέματα που κοσμούν τα ψηφιδωτά πατώματα, συναντά κανείς σκηνές τρύγου και αμπελιών καθώς και μυθολογικές εικόνες, όπως τον θρίαμβο του Διονύσου και τον Ικάριο.
Η Μεγάλη Κουμανταρία
Η περίοδος, ωστόσο, κατά την οποία η οινοπαραγωγική διαδικασία άνθισε, ήταν η Φραγκοκρατία. Όταν το νησί κατέλαβαν οι Ναΐτες Ιππότες, η στρατιωτική διοίκηση του νησιού, la Commanderie, έδωσε το όνομά της στο χωριό της περιοχής Λεμεσού, όπου παραγόταν το γλυκό νέκταρ, η κουμανταρία. Από τότε ξεκίνησαν εξαγωγές στην Ευρώπη, μετατρέποντας την κυπριακή κουμανταρία σε ένα διεθνούς φήμης κρασί που δόξαζαν μέχρι και Γάλλοι ευγενείς και βασιλείς.
Το γλυκόπιοτο κρασί προτιμήθηκε και υμνήθηκε από πολλούς ξένους περιηγητές και βασιλιάδες που έφτασαν στο νησί, χαρακτηρίζοντας το «θησαυρό» και «γλυκό σαν Μούσα». Μεταξύ των πολλών αναφορών σε ποιήματα, η Elizabeth Browning γράφει: «Το κρασί της Κύπρου είναι τόσο γλυκό, όπως η λύρα των Μουσών. Έχει το χρώμα ενός λιονταριού ή της Ρέας και λάμπει πολύ καλύτερα από ό,τι ποτέ τα μάτια της Παφίτισσας θεάς. Είναι ελαφρύ σαν το βήμα της, και το μέλι που παράγεται από τις μελαψές μέλισσες του Υμηττού δεν μπορεί να ξεπεράσει τη γλυκύτητα των κρασιών της Κύπρου».
Η πτώση και η άνοδος
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, η παραγωγή κρασιού έφθινε καθώς οι οθωμανικές αρχές επέβαλαν δυσβάστακτους φόρους, στους οποίους οι κάτοικοι αδυνατούσαν να ανταποκριθούν. Οι δρόμοι της Κύπρου γέμισαν με κρασί, αφού συνέφερε στους παραγωγούς να το χύσουν, παρά να το πουλήσουν. Ωστόσο, η οινοποιεία ζωντάνεψε ξανά κατά την περίοδο της αγγλικής αποικιοκρατίας. Έως και το 1980 τέσσερα οινοποιεία κατείχαν όλη την παραγωγή. Από τη δεκαετία του ’90 και εξής, η οινοποιητική παραγωγή αυξήθηκε τόσο, που σήμερα η Κύπρος θεωρείται ως μία από τις πιο ταχύτατα αναπτυσσόμενες περιοχές αμπελοκαλλιέργειας και παραγωγής κρασιού.
Σήμερα τα κυπριακά κρασιά μπορούν να σταθούν επάξια δίπλα σε ευρωπαϊκά και διεθνή κρασιά. Πλέον οι οινοπαραγωγοί του τόπου έχουν επικεντρωθεί στις κυπριακές γηγενείς ποικιλίες, ενώ οι ετήσιοι διαγωνισμοί και οι διεθνείς διακρίσεις επιβεβαιώνουν την ποιότητά τους. Περήφανη, πλέον, η κυπριακή οινοβιομηχανία τιμά τη μακρά αμπελουργική της παράδοση, που χάνεται στα βάθη των αιώνων.
*Φλάσκες: αγγεία στα οποία φύλαγαν κρασί και άλλα ποτά.