Η γεωμορφολογία του εδάφους της Κύπρου ευνόησε την καλλιέργεια της μεσογειακής αγροτικής τριάδας δηλαδή του σιταριού, της ελιάς και του αμπελιού. Η καλλιέργεια του αμπελιού οδήγησε στην οινοποίηση, μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις της ανθρωπότητας με πολιτισμικές και οικονομικές επιρροές στις κοινωνίες από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Η επιτυχημένη παρασκευή του κρασιού ώθησε τους οινοποιούς να το εξάγουν μαζί με άλλα αγαθά. Για την εφικτή εξαγωγή του κρασιού οι κεραμείς δημιούργησαν τον τύπο του εμπορικού αμφορέα, του κατεξοχήν δοχείου προσωρινής αποθήκευσης και μεταφοράς υγρών και στερεών αγαθών διά θαλάσσης.
Η μελέτη των εμπορικών αμφορέων παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τα εμπορικά δίκτυα ανταλλαγών κάθε περιόδου και γεωγραφικής περιοχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λέξη αμφορεύς (ἀμφί και φέρω) είναι όρος που επικράτησε από τους αρχαίους Έλληνες και απαντάται στα ομηρικά έπη, καθώς και σε πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β’ Γραφής της Μυκηναϊκής περιόδου.
Οι πληροφορίες μας για το περιεχόμενο των εμπορικών αμφορέων προέρχονται είτε από γραπτά στοιχεία πάνω στους ίδιους τους αμφορείς, είτε από την τακτική της αεροχρωματογραφίας, τη σύγχρονη μέθοδο ανάλυσης υπολειμμάτων των αμφορέων.
Εγκυρότερη πηγή πληροφόρησης για το περιεχόμενο τους αποτελεί το Titulus Pictus: μια εμπορική επιγραφή χαραγμένη είτε στα εξωτερικά τοιχώματα ενός αμφορέα, είτε στον λαιμό ή στους ώμους του. Η τακτική αυτή του χαράγματος αποτελεί γνώρισμα της κεραμικής της ρωμαϊκής περιόδου. Οι μελετητές αναγνώρισαν ότι αυτά τα χαράγματα πάνω στον αμφορέα αντιστοιχούσαν σε πληροφορίες αναφορικά με την προέλευση και τον προορισμό του, καθώς και στο είδος του προϊόντος που μετέφερε. Συγκεκριμένα το γράμμα [α] αντιστοιχούσε στο βάρος του αμφορέα χωρίς το περιεχόμενό του, το [β] στο όνομα του πλοιοκτήτη, το [γ] στο βάρος του αμφορέα με το περιεχόμενο και το [δ] στη σφραγίδα της Ρώμης.
Δεύτερη πηγή πληροφόρησης αποτελούν οι γραπτές αναφορές, οι οποίες τόνιζαν το κύριο εξαγωγικό αγαθό μιας συγκεκριμένης περιοχής και περιέγραφαν την ποιότητα των προϊόντων της. Η Αθήνα χαρακτηρίζεται ως ένα από τα κύρια εξαγωγικά κέντρα λαδιού σύμφωνα με τα γραπτά κείμενα της αρχαιότητας. Στην Οδύσσεια του Ομήρου, το λάδι προσδιορίζεται ως ένα ακριβό προϊόν εξαγωγής, εν αντιθέσει με τον Ησίοδο, μεταγενέστερο ποιητή, ο οποίος υποβαθμίζει την παραγωγή του και δεν το εντάσσει ανάμεσα στις αγροτικές δραστηριότητες. Ο Πλούταρχος στο κείμενο Σόλων, αναφέρει ότι ο Σόλωνας, σπουδαίος νομοθέτης της Αθήνας, επέτρεπε μόνο την εξαγωγή λαδιού από την Αθήνα προς το εξωτερικό.
Τρίτη πηγή πληροφόρησης αναφορικά με το περιεχόμενο των αμφορέων αποτελούν οι εικονογραφικές παραστάσεις σε τοιχογραφίες, αγγεία και νομίσματα που συνέδεαν μια πόλη με τα προϊόντα που εξήγαγε και τον τύπο αμφορέα που κατασκεύαζε. Από ευρήματα της Αθηναϊκής Αγοράς, παραδείγματος χάριν, φαίνεται ότι η Αττική ήταν από τα κυριότερα κέντρα παραγωγής κεραμικών δοχείων. Σύμφωνα με τον μύθο η προστάτιδα της πόλης, Αθηνά, χάρισε στους πολίτες το ιερό δέντρο της: την ελιά. Η εικονογράφηση της ελιάς εντοπίζεται και στα νομίσματα της πόλης. Αυτή η ιδιαίτερη σύνδεσης της πόλης με το δέντρο της ελιάς καθιέρωσε την άποψη ότι οι Αθηναϊκοί αμφορείς τύπου “SOS” οι οποίοι εξάγονταν σε μεγάλες ποσότητες από τον 8ο μέχρι και τον 6ο αιώνα π.Χ., μετέφεραν αποκλειστικά λάδι. Τόσο το παράδειγμα των γραπτών πηγών, όσο και οι εικονογραφικές παραστάσεις δημιουργούν το συμπέρασμα ότι οι Αθηναίοι επιδίδονταν μόνο στην παραγωγή και εξαγωγή λαδιού.
Οι πρώτες ενδείξεις για συστηματικό εμπόριο μικρής κλίμακας κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, 3300 με 2000 π.Χ. εντοπίζονται στην Αίγυπτο και την Συροπαλαιστινιακή Ακτή. Ο «Χαναανίτικος» αμφορέας αποτελεί το πρωϊμότερο είδος εμπορικού δοχείου στη Μεσόγειο. Ο τύπος αυτός αποτέλεσε και το πρότυπο για τη δημιουργία άλλων εμπορικών κεραμικών δοχείων της αρχαιότητας, λόγω του πρακτικού του σχήματος. Από τον 17ο αιώνα π.Χ. οι Χαναανίτικοι αμφορείς εντοπίζονται και σε μεγάλες ποσότητες στην Κύπρο με την εισαγωγή κρασιού από την Ανατολή.
Λανθασμένα επικρατεί η άποψη ότι οι αμφορείς μετέφεραν κυρίως κρασί και λάδι ελιάς. Η μελέτη των αιγυπτιακών παπύρων της δυναστείας των Πτολεμαίων, και οι μετέπειτα αρχαιολογικές ανακαλύψεις και έρευνες, έφεραν στο φως και το εμπόριο τυριού, σταφίδων, φρούτων, κρέατος, μέλιτος, γάλακτος λίπους, λιβανιού, μαστίχας, καρπών, παστών ψαριών και garum (καρυκεύματος που παρασκευαζόταν από ψάρι).
Οι κεραμείς δημιουργούσαν διαφορετικά είδη εμπορικών αμφορέων. Η διαφοροποίηση του σχήματος του αγγείου συνδεόταν άμεσα με το περιεχόμενό του, για αυτό εντοπίζονται διαφορετικά είδη χειλών, σώματος και βάσης. Συγκεκριμένα εντοπίζεται ότι οι αμφορείς με πιο κοντό λαιμό και ωοειδές ή σφαιρικό σώμα προορίζονταν για τη μεταφορά λαδιού, ενώ αμφορείς με ευρεία βάση, ευρύ στόμιο και απλό χείλος για τη μεταφορά μέλιτος. Ένας αμφορέας ειδικά σχεδιασμένος για τη μεταφορά προϊόντων ψαριού κατασκευαζόταν χωρίς λαιμό, ή είχε στενό κυλινδρικό στόμιο για αποφυγή διείσδυσης μικροβίων ή άλλων ακαθαρσιών μέσα στον αμφορέα.
Οινοπαραγωγή στην Κύπρο
Η παρασκευή κρασιού στην Κύπρο μαρτυρείται από τους προϊστορικούς χρόνους. Το κρασί αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας των ανθρώπων, καθώς εκτός από τις χαλαρωτικές ιδιότητες της αιθυλικής αλκοόλης, το κρασί χρησιμοποιείτο και ως αναλγητικό και αντισηπτικό φάρμακο.
Στους νεολιθικούς οικισμούς του Άγιου Επίκτητου, του Αποστόλου Ανδρέα Κάστρος και του Δαλίου-Αγρίδι στην Κύπρο, εντοπίστηκαν οι πρώτοι σπόροι εξημερωμένου είδους αμπελιού, ενώ οι πρωιμότερες τεχνολογίες οινοπαραγωγής μαρτυρούνται σε σειρά πήλινων αγγείων της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού με παραστάσεις ληνού. Η Άλασσα αποτελεί το μοναδικό μέχρι στιγμής οικισμό αστικού χαρακτήρα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, όπου εντοπίστηκαν χώροι που σχετίζονται με την παραγωγή και φύλαξη του κρασιού. Συγκεκριμένα ανασκάφηκαν δύο ληνοί, ένα πιθάρι θαμμένο σε λαξευτό βράχο και κανάτες με σουρωτήρι. Ευρήματα που υποδεικνύουν την αμπελουργία και οινοποιία.
Η οινοπαραγωγή στην Κύπρο εντοπίζεται και στις μεταγενέστερες περιόδους. Από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Άγιος Τύχωνας φαίνεται ότι ήταν ο άγιος προστάτης των αμπελουργών, καθώς προστάτευε τα αμπέλια από επιβλαβή έντομα. Το κρασί της Κύπρου φημίζεται έντονα και κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ., ενώ στην περίοδο του Μεσαίωνα ξεκινά η παραγωγή της Κουμανδαρίας, είδος κρασιού με καταβολές από το Vin De Commanderie, κρασί που παρήγαγαν οι Ναΐτες Ιππότες στην Κύπρο. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας απαγορεύτηκε η παραγωγή κρασιού, ενώ κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, το κυπριακό κρασί άρχισε να παράγεται και πάλι.
Ο αμφικωνικός αμφορέας με οξυπύθμενη βάση και υπερυψωμένες λαβές του 7ου αιώνα π.Χ. που εντοπίζεται στο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, θεωρείται κυπριακός τύπος αμφορέα. Το αγγείο φαίνεται ότι εξυπηρετούσε εξίσου το εμπόριο λαδιού και κρασιού.
Η οινοπαραγωγή στην Κύπρο ήταν και παραμένει μέχρι και σήμερα μια δύσκολη αλλά παράλληλα όμορφη και παραγωγική διαδικασία. Το Όμοδος, ένα από τα ομορφότερα κρασοχώρια της Κύπρου, συνδυάζει τον παραδοσιακό με τον μοντέρνο τρόπο οινοποιίας και συμβάλλει στη συνέχιση της μακράς παράδοσης της Κύπρου ως ένα από τα κυριότερα κέντρα παραγωγής και εμπορίου κρασιού στο λεκανοπέδιο της Ανατολικής Μεσογείου.
Επισκεπτόμενος τον ληνό θα έχει κανείς τη δυνατότητα να δει από κοντά αναπαράσταση της απόσταξης του μούστου με το πατροπαράδοτο πατητήρι και επισκεπτόμενος το οινοποιείο μας «Οίνου Γη – Κτήμα Βασιλειάδη» θα μπορεί να δει την εξέλιξη της πατροπαράδοτης αυτής διαδικασίας σε χώρους πλήρως εξοπλισμένους και σύγχρονους, πάντα με σεβασμό στην παράδοση, τον πολιτισμό και την ιστορία μας!